κύπριος

κύπριος
Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Κύπρο. 1. Άγγελος. Με την έναρξη της Επανάστασης κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο και πολέμησε στο Δραγατσάνι. Αργότερα κατέβηκε στην Ελλάδα και υπηρέτησε στο σώμα του οπλαρχηγού Ρόδιου. Πολέμησε επίσης ως βαθμοφόρος στον τακτικό στρατό του Φαβιέρου, με τον οποίο πήρε μέρος στην εκστρατεία της Καρύστου. Τον Δεκέμβριο του 1826 διακρίθηκε στις επιχειρήσεις της πολιορκίας της Ακρόπολης της Αθήνας. Βοήθησε σημαντικά στην εξομάλυνση των διαφορών μεταξύ του Φαβιέρου και των δυσαρεστημένων μαζί του πολεμιστών. Μετά την απελευθέρωση παρέμεινε στον τακτικό στρατό και έφτασε έως τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. 2. Ζήνων. Κατατάχθηκε μαζί με τον αδελφό του Άγγελο στον Ιερό Λόχο και πολέμησε με μεγάλη γενναιότητα στο Δραγατσάνι. Μετά την αναχώρηση του Υψηλάντη και τη διάλυση του εκεί στρατοπέδου, ακολούθησε τον Γεωργάκη Ολύμπιο, μαζί με τον οποίο πέθανε στην ανατίναξη της μονής του Σέκου.
* * *
(I)
-α, -ο (AM Κύπριος, -ία, -ον) [Κύπρος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κύπρο ή προέρχεται από αυτήν, κυπριακός, κυπραίικος («Κύπριος χαρακτὴρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις εἰκώς», Αισχύλ.)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Κύπριος, η Κύπρια ή Κυπρία
ο κάτοικος τής Κύπρου ή αυτός που κατάγεται από την Κύπρο
αρχ.
1. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Κύπρις, η Αφροδίτη («φίλια δῶρα Κυπρίας», Πίνδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Κύπρια
(ενν. ἔπη) επικό ποίημα, εισαγωγικό στην Ιλιάδα, το οποίο αποδίδεται στον Στασίνο τον Κύπριο ή στον Ηγησία τον Σαλαμίνιο και το οποίο αρχίζει από τον γάμο τού Πηλέως με τη Θέτιδα («ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας καὶ τὴν μικράν Ἰλιάδα», Αριστοτ.)
3. φρ. α) «Κύπριος λίθος» — είδος σμαραγδιού που βρέθηκε στην Κύπρο
β) «Κύπριος βοῡς» — λεγόταν για αδηφάγο άνθρωπο.
————————
(II)
κύπριος, -ία, -ον (Μ) [κύπρον]
χάλκινος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κύπριος — of Cyprus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπριος — of Cyprus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπριος — α, ο 1. κυπριακός. 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. σημαίνουν τον κάτοικο της Κύπρου ή αυτόν που κατάγεται από την Κύπρο: Έχει πολλούς Κύπριους φίλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κύπριος, Γεώργιος — Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, με το όνομα Γρηγόριος. Βλ. λ. Γρηγόριος. Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως (2.) …   Dictionary of Greek

  • Κύπριος, Ιωάννης — (16ος αι.). Ζωγράφος. Ήταν σύγχρονος του Μιχαήλ Δαμασκηνού. Τα γνωστότερα έργα του είναι ο Ευαγγελισμός (1584) και η Έγερση του Λαζάρου (1585). Το πρώτο βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη και το δεύτερο στη συλλογή Λοβέρδου. Έχει ζωγραφίσει τον θόλο… …   Dictionary of Greek

  • Κύπριος, Ονούφριος — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Διδάσκαλος του Γένους από την Κύπρο. Δίδαξε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και μετά το 1830 πήγε στην Κύπρο όπου ασχολήθηκε με την παράφραση έργων αρχαίων συγγραφέων …   Dictionary of Greek

  • Κύπριος, Σαμουήλ ο Μεσημβρίας — (Κύπρος 1782 – Κωνσταντινούπολη 1855). Λόγιος. Διετέλεσε διευθυντής του πατριαρχικού τυπογραφείου και το 1820 διευθυντής της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Το 1830 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Προκοννήσου και το 1835 μετατέθηκε στη Μεσημβρία. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Κύπριος, Φώτιος — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Λόγιος. Διετέλεσε δάσκαλος και σχολάρχης (1793 95) της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Εργάστηκε για τη συλλογή σε ενιαίο κώδικα των πατριαρχικών επιστολών του 17ου και του 18ου αι. Για το σύνολο του έργου του τιμήθηκε με το …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος ο Κύπριος — (τέλη 6ου – αρχές 7ου αι.). Γεωγράφος. Άκμασε στην αρχή της βασιλείας του Φωκά (602 610). Μεταξύ 591 και 606 έγραψε τη μελέτη Περιγραφή του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους. Το έργο αυτό που έχει περιγραφικό χαρακτήρα, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του …   Dictionary of Greek

  • Πιερίδης, Θεοδόσης — Κύπριος ποιητής (Κύπρος 1908 Βουκουρέστι 1968). Γεννήθηκε στην Κύπρο από γονείς εγκαταστημένους μόνιμα στην Αίγυπτο. Αποφοίτησε από το εμπορικό τμήμα της ελληνικής Αμπετείου Σχολής του Καΐρου και από το εκεί Γαλλικό Λύκειο. Tο χρονικό διάστημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”